- καστόριον
- το (AM καστόριον)βλ. καστόρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καστόριον — Καστορίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστόριον — καστορίδες hounds masc acc sg καστορίδες hounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού … Dictionary of Greek
касторка — Возм., через прибалт. нем. Kastoröl касторовое масло из лат. castorēum маслянистая жидкость в железе у бобра , греч. καστόριον (то же) – от κάστωρ бобр … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συμπληρωτικός — ή, ό / συμπληρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπληρῶ] κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός μσν. αρχ. 1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος… … Dictionary of Greek
k̂ad-2 — k̂ad 2 English meaning: to shine, to flaunt Deutsche Übersetzung: “glänzen, prangen, sich auszeichnen” Material: O.Ind. perf. süsaduḥ, participle süsadüna ‘sich auszeichnen, hervorragen”; Gk. perf. κέκασμαι, Plusqpf. ἐκεκάσμην … Proto-Indo-European etymological dictionary